κολλοπώλης

κολλοπώλης
κολλοπώλης
dealer in glue
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολλοπώλης — κολλοπώλης, ὁ (Α) πωλητής κόλλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, οπωρο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”